ὑπερβαρής

ὑπερβαρής
ὑπερβαρής
exceedingly heavy
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υπερβαρής — ές, Α πάρα πολύ βαρύς (α. «δαίμων ὑπερβαρής», Αισχύλ. β. «τὰν τύχαν... τὰν ὑπερβάρεα», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + βαρής (< βάρος), πρβλ. ἐπι βαρής, κατα βαρής] …   Dictionary of Greek

  • ὑπερβαρῆ — ὑπερβαρής exceedingly heavy neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὑπερβαρής exceedingly heavy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὑπερβαρής exceedingly heavy masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η …   Dictionary of Greek

  • περίβαρυς — υ, Α υπερβαρής*, πάρα πολύ βαρύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βαρύς] …   Dictionary of Greek

  • υπέρβαρυς — υ, Α ὑπερβαρής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + βαρύς (πρβλ. περί βαρυς)] …   Dictionary of Greek

  • υπερβαρώ — έω, Α [ὑπερβαρής] ζυγίζω περισσότερο από το κανονικό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”